- προσέσπερος
- προσέσπερος, [dialect] Dor. [full] ποθέσπερος, ον,A towards evening: neut. pl. τὰ ποθέσπερα, as Adv., Theoc.4.3, 5.113.II = foreg., St.Byz.s.v. Αντιγόνεια.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] … Dictionary of Greek
ποθέσπερα — προσέσπερος towards evening neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεσπέρου — προσέσπερος towards evening masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέσπερα — προσέσπερος towards evening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθέσπερος — ον, Α (δωρ. τ.) προσέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος, εφ έσπερος), με τροπή του τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
προσεσπέριος — ον, Α [προσέσπερος] 1. (σχετικά με ώρα, με χρόνο) εσπερινός, βραδινός 2. αυτός που βρίσκεται προς τη δύση, ο δυτικός (α. «τὰ προσεσπέρια τῆς Εὐρώπης», Διον. Αλ. β. «προσεσπέριοι Λοκροί», Στράβ.) … Dictionary of Greek